- πηγμάτων
- πη̱γμάτων , πῆγμαanything fastenedneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπαρίνη — Βλεννοπολυσακχαρίτης με αντιπηκτική δράση, που φυσιολογικά περιέχεται σε διάφορα όργανα του σώματος – ειδικότερα στο ήπαρ και στους πνεύμονες. Η η. χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η πρόληψη σχηματισμού πηγμάτων αίματος, όπως για… … Dictionary of Greek